κηροπλαστική

κηροπλαστική
κηροπλαστικός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηροπλαστική — Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • ВОСК —    • Cеrа,          ср. κηρός, употреблялся у древних,        1. как письменный материал; им натирали деревянные дощечки, на которых потом писали железным грифелем или stilus, отсюда tabulæ ceratæ;        2. для печатей на письмах и под… …   Реальный словарь классических древностей

  • ceroplástica — (Del gr. keroplastikos.) ► sustantivo femenino ARTE Arte y técnica de modelar la cera. * * * ceroplástica (del gr. «kēroplastikḗ») f. Arte de modelar la cera. ⇒ *Escultura. * * * ceroplástica. (Del gr. κηροπλαστική, f. de κηροπλαστικός, arte del… …   Enciclopedia Universal

  • κηροπλαστικός — ή, ό (Α κηροπλαστικός, ή, όν) [κηροπλάστης] το θηλ. ως ουσ. η κηροπλαστική η τέχνη τού κηροπλάστη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κηροπλάοτη και στην τέχνη του …   Dictionary of Greek

  • κηροποιία — η [κηροποιός] η τέχνη τής κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστική …   Dictionary of Greek

  • ceroplástica — (Del gr. κηροπλαστική, f. de κηροπλαστικός, arte del cerero). f. Arte de modelar la cera …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”